top of page

Μέσα σ’ ένα αφιλόξενο τόπο, όπως εμφανιζόταν το 1922 η τοποθεσία που επιλέχθηκε από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. επρόκειτο να δημιουργηθεί το καινούργιο χωριό των επαναπατριζομένων, ύστερα από τόσα και τόσα χρόνια Ελλήνων του Πόντου και του Καυκάσου, το οποίο αργότερα με την κατασκευή των πρώτων σπιτιών πήρε το όνομα «Ωραιόκαστρο».

Η έκταση αυτή των 22.000 στρεμ. της συνολικής κτηματικής περιοχής, μέσα στην οποία παραχωρήθηκε αρχικά ο Γεωργικός Κλήρος το 1932 και αργότερα το 1939 τα οικόπεδα, άρχιζε προς βορρά του σημερινού Παλαιοκάστρου, που τότε λεγόταν Νταούτ-Μπαλή, και τελείωνε στις παρυφές του μικρού οικισμού της σημερινής Ασπρόβρυσης, που τότε λεγόταν Ακ Μπουρνάρ. Η περιοχή παρουσιαζόταν, ως προς τη μορφολογία του εδάφους, με πολλούς λόφους, υψώματα και ποικίλες χαραδρώσεις, από μικρές μέχρι μεγάλες, με μια ανηφορική κλίση του εδάφους από νότο προς βορρά αρκετά μεγάλη, που καθιστούσε το τοπίο αμφιθεατρικό, που κατέληγε στα βορειοδυτικά σε ορεινό όγκο, χαμηλού σχετικά ύψους 450 μ. περίπου, που το προστάτευε από τον ισχυρό βόρειο άνεμο, που έπνεε την εποχή εκείνη, τον επονομαζόμενο «βαρδάρη». Ο βαρδάρης, παλιότερα, ξερίζωνε δένδρα, στέγες σπιτιών, γκρέμιζε τοίχους και καθιστούσε προβληματική την κυκλοφορία των ανθρώπων, ιδίως των μικρών παιδιών.

Μέσα σ’ αυτήν την έκταση δεν υπήρχε ούτε ένα σπίτι, ούτε ένα δέντρο την εποχή εκείνη. Χρησιμοποιούταν σαν βοσκήσιμη περιοχή.

Έβοσκαν τα αιγοπρόβατα σκηνιτών κτηνοτρόφων, οι οποίοι νοίκιαζαν την έκταση ή μέρος αυτής, από τους Τούρκους μπέη δες που ήταν οι ιδιοκτήτες όλων των καλλιεργήσιμων και βοσκήσιμων εκτάσεων του ανταλλάξιμου αγροκτήματος Ακ Μπουρνάρ.

Η όλη περιοχή όπου από το 1922 χτίστηκε το Ωραιόκαστρο, εκτός από το χόρτο που διέθετε σε άφθονες ποσότητες, καλυπτόταν και από πουρνάρια ευμεγέθη, που ξεπερνούσαν σε ύψος τα δυο μέτρα. Τα πουρνάρια διατηρήθηκαν και υπάρχουν ακόμα και σήμερα στην ορεινή δασώδη έκταση της περιοχής, αν και τα πρώτα χρόνια αυτά τα πουρνάρια αποτελούσαν την καύσιμη ύλη για θέρμανση, το χειμώνα, για μαγείρεμα, για ζέσταμα των φούρνων, για ψήσιμο των χωριάτικων ψωμιών (3-4 κιλών το ένα).

Αμέτρητα πουρνάρια κουβαλήθηκαν στις πλάτες των προσφύγων την εποχή εκείνη και ιδίως των γυναικών από το βουνό στα σπίτια τους, για να ξεραθούν το καλοκαίρι και να χρησιμοποιηθούν το χειμώνα.

Τα πουρνάρια μερικοί τα κουβαλούσαν με γαϊδουράκια, όσοι ήταν πλούσιοι και διέθεταν το είδος του ζώου αυτού. Όσοι ήταν πλουσιότεροι διέθεταν και κάρο με άλογο. Και όσοι διέθεταν από όλα αυτά θεωρούνταν πάμπλουτοι.

Είχε, επίσης, η περιοχή πολλά υπόγεια νερά που στα χαμηλότερα μέρη σχημάτιζαν έλη με αρκετά στάσιμα νερά, με συνέπεια να φιλοξενούνταν πολλά κουνούπια που δυσκόλεψαν τα πρώτα χρόνια τη ζωή των πρώτων κατοίκων της πρώτης και δεύτερης γενιάς με την ελονοσία, η οποία ήταν η φοβερή αρρώστια της εποχής εκείνης.

Δεν υπήρξε άνθρωπος που να μην είχε προσβληθεί από την ελονοσία και να μην είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο.

Είχε, επίσης, η περιοχή και πολλά φίδια τα οποία τρομοκρατούσαν αρκετούς και ιδίως τα γυναικόπαιδα. Σιγά-σιγά τα φίδια με την ομαδική παρουσία πολλών ανθρώπων, την εγκατάστασή τους στα πρώτα σπίτια και με τη δημιουργία λίγο αργότερα του χωριού, εγκατέλειψαν την περιοχή.

Η εγκατάσταση

των προσφύγων

bottom of page